Ο ποταμός Νυαμπαρόνγκο, της Fanny Schertzer

(δικαιώματα)

















9 Μαρτίου 2010

Η Γενοκτονία (Απρίλιος του 1994 και τα μετά γεγονότα)

Ο Ένας: Λίγο πριν τη Γενοκτονία μιλάγαμε για επιστροφή κι’ όλα αυτά να τελειώναν. Στις ίδιες πλαγιές συχωριανοί, αιώνες και γάμοι μας σμίξαν παιδιά που λέγαν «μία η γέννα, ένα το τραύμα: το έθνος». Μα βουτηγμένοι στο κρίμα του πρόβατου, ποιός εμπιστεύεται τον άλλο σ’ αυτό το παιχνίδι; Ακροβασίες της τελευταίας ώρας, πως να την ανασάνεις τέτοια δημοκρατία;
Ο Άλλος: Εκείνο το βράδυ δύο ρουκέτες και το ραδιόφωνο ξανά: «πάρτε τα εργαλεία, οι λάκκοι δεν γέμισαν ακόμη, εκδικηθείτε τον πρόεδρο!» Και κανείς δεν ήξερε στ’ αλήθεια ποιός τον σκότωσε, εσείς ή εμείς, ξένοι πράκτορες ή μισθοφόροι, ή μήπως άνθρωποι της φαμίλιας του. Και γιατί να μάθει; Τριάντα χρόνια ανάμεσα στο βοσκό και τον λύκο, αφελείς κι’ αγαθοί ως την έσχατη φρίκη μιας νεογνής Ανεξαρτησίας που δεν έσπειρε παρά θάνατο. Αυτήν μας έδωσαν. Κι' έκανε πέντε λεπτά εκδίκηση ο γελοίος, ο ρακένδυτος, ο άσκημος κι΄ο αγράμματος. Στήσαμε μπλόκα σε κάθε δρόμο και πήραμε σβάρνα τα σπίτια, μια σφαίρα για όσους είχαν να πληρώσουν, τους περισσότερους με ξύλα και μασέτες. Τρείς μήνες μεθυσμένοι χορεύαμε, γαμάγαμε δια της βίας και βγάζαμε τα έμβρυα από την μήτρα των εγκύων. Το βράδυ πηγαίναμε ήσυχοι για ύπνο. Για πρώτη φορά ελεύθεροι σαν πεθαμένοι, ούτε να μας λυπηθεί κανείς ούτε να μας συχωρέσει. Ξέραμε από πριν τι είχε να συμβεί.
Ο Ένας: Τους είδαμε τους δικούς μας, μπαίνοντας μετά νικητές στα χωριά. Τους μαντεύαμε-αυτός είναι ο τάδε, αυτή πρέπει νάναι η κόρη εκεινού, κι’ εκείνος ήταν ο ταχυδρόμος- έτσι αγνώριστους να τους τρων οι μύγες με τα μάτια ανοιχτά, με τα μέλη αρπαγμένα στον ουρανό στις εκκλησιές που είχαν τρέξει ικέτες. Η μυρωδιά της πτωμαίνης μπαίνει στους πόρους, στην όραση, δεν ξεχωρίζεις ένοχους κι' αθώους. Μάτι για μάτι. Δόντι για δόντι. Παιδί για παιδί.
Ο Άλλος: Και το ραδιόφωνο ξανά: «μία σωτηρία, όλοι στο Ζαΐρ, στο Ζαΐρ». Κι’ όσοι πρόλαβαν, πρόλαβαν. Χρωματιστά κουρέλια γίναμε στους δρόμους, σέρνοντας τις κατσίκες μας στους καταυλισμούς. Μα και στο Ζαΐρ έπεσε χολέρα, και πήγανε χιλιάδες. Περνούσαμε τα σύνορα νύχτα, σκοτώνοντας και φεύγοντας πριν φέξει. Ύστερα μαθαίναμε τα αντίποινα. Ο κόσμος μένει ίδιος, απλώς γυρνάει ανάποδα και πλακώνει την άλλη μεριά του από κάτω.
Ο Ένας: Έτσι είναι ο πόλεμος, ό,τι χρεώθηκες να ξοφλάς μέχρι να τελειώσει.
Ο Άλλος: Ποτέ δεν τελειώνει. Κυκλώσατε τους καταυλισμούς. Κόψατε το νερό να πεθάνουμε στη δίψα. Και ρίξατε στον όχλο που έτρεξε να γλυτώσει. Κι’ άλλοι πήγαν από τα πολυβόλα και άλλοι από τους όλμους. Κι’ άλλοι τσαλαπατημένοι ανάμεσά τους σε κάποια πύλη. Και δεν είχε γη να πατήσεις παρά στα πτώματα. Κι’ άλλοι βλέπαν την Παναγία να υπερίπταται. Κι’ άλλους τους σκότωσαν στη ζούγκλα, κι’ άλλους τους γύρισαν πίσω, στις φυλακές στιβαγμένους και στο σκοτάδι χωρίς ένα παράθυρο τους θέριζε η δυσεντερία και ο τύφος, μερικές φορές τους έβγαζαν σκασμένους το πρωί από ασφυξία. Κι’ ο αθώος πλήρωσε τον φονιά, κι’ ο φονιάς αγίασε, κι’ έγινε ο θύτης θύμα, και το θύμα λίπασμα να τρέφει τ’ αδιάβαστο δέντρο βαθιά στους αιώνες. Γιατί μάρτυρας δεν είναι κανείς, παρά κάμερες και μπουλντόζες να σπρώχνουν τους νεκρούς στους λάκκους. Ποτέ δεν γεμίζουν. Σα μελάνι στο στυπόχαρτο, η Ιστορία ρουφάει τις μνήμες σ’ ένα λεκέ.
Ο Ένας: Σκοτωνόμαστε για ανύπαρκτες αιτίες; Για ένα μίσος χαμένο στις ρίζες του;
Ο Άλλος: Άκου! Οι αιτίες δεν είναι στο παρελθόν. Είναι στο μέλλον. Το κοβάλτιο, τα διαμάντια, το κολτάνιο. Εργάτες μέσα στη λάσπη κοσκινίζουν τη ενέργεια που κινεί τον κόσμο. Εμείς δεν είμασταν παρά τρελοί που δυο παίχτες αντάλλαξαν στη μέση της παρτίδας.
Τα Δύο Αδέλφια
P.S. Pas de photos, pas de cadavres. Du calme, bon sang!

1 σχόλιο:

alex είπε...

Σύμφωνοι Δύο Αδέλφια. Η Ιστορία ρουφάει τις μνήμες σ' ένα λεκέ. Σα στυπόχαρτο. Τι μένει όμως γραμμένο στο χαρτί; Ενα ερωτηματικό. Τόσο πελώριο σαν το άχθος που θα κουβαλά εσαεί η ανθρωπότητα για κάθε θύτη, για κάθε θύμα, για κάθε γονιό και συγγενείς χιλιάδες. Ήταν συγκλονιστική η σημερινή σας αφήγηση!